θέσμιος

θέσμιος
-α, -ο (ΑΜ θέσμιος, -ον και -ία, -ον Α και δωρ. τέθμιος) [θεσμός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμούς, που είναι σύμφωνος προς τους θεσμούς
2. (το ουδ. ως ουσ. στον εν. και στον πληθ.)
το θέσμιο(ον) και τα θέσμια
θεσμός, καθιερωμένη παράδοση
νεοελλ.
(το ουδ. ως ουσ. συν. στον πληθ.) τα θέσμια
οι κατά τόπους θεσμοί τών ελεύθερων πολιτειών, οι παραδόσεις
αρχ.
1. συμφωνία
2. φρ. «θέσμιόν έστι» — είναι νόμιμο, δίκαιο
3. (το αρσ. ως κύριο όν.). ὁ Θέσμιος
επίθ. τού Απόλλωνος
4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Θεσμία
επίθ. τής Δήμητρος
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ θέσμια
οι καθιερωμένες τελετές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θέσμιος — fixed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσμιος — α, ο που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμούς, ο σύμφωνος προς τους νόμους, νόμιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θέσμιον — θέσμιος fixed masc/fem acc sg θέσμιος fixed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέθμιον — θέσμιος fixed masc/fem acc sg (doric) θέσμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) τέθμιος fixed masc acc sg (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) τέθμιος fixed masc/fem acc sg (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμίοις — θέσμιος fixed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμίων — θέσμιος fixed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσμια — θέσμιος fixed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέθμια — θέσμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέθμιος — θέσμιος fixed masc/fem nom sg (doric) τέθμιος fixed masc nom sg (doric) τέθμιος fixed masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσμι' — θέσμια , θέσμιος fixed neut nom/voc/acc pl θέσμιε , θέσμιος fixed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”